- ὑπομεταφέρομαι
- ὑπομεταφέρομαι, [voice] Pass.,A slip gradually into,
ὑπὲρ τοῦ μὴ ῥᾳδίως εἰς νόσους -εσθαι τὸ σῶμα Gal.6.40
(v.l. ὑποφέρεσθαι).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑπὲρ τοῦ μὴ ῥᾳδίως εἰς νόσους -εσθαι τὸ σῶμα Gal.6.40
(v.l. ὑποφέρεσθαι).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπομεταφέρομαι — Α [μεταφέρομαι] παθ. μετατοπίζομαι βαθμιαία … Dictionary of Greek